погыбати — ПОГЫБА|ТИ (111), Ю, ѤТЬ гл. 1.Уничтожаться: мира сего вещь. ˫ако всѣмъ цвѣтомъ погыбающемъ. преже прикасаѥма ˫авл˫ающас˫а. (διαρρεῖ) ЖФСт к. XII, 77 об.; кнѧзи Черниговьстии… послаша къ Изѧславу велѧ ѥму поити. река землѧ наша погыбае(т). а ты не … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
THONITES — Armeniae maioris lacus in confinio Mesopotamiae piscosus est, et vestes polit, Eustath. Dionys. v. 987. Ε῎ςι δέ τις κατὰ μέςςα περίτροχος ὕδασι λίμνης Οὔνομα Ιθωνίτης, ἧς ἕλκεται ἐς μυχὰ Τίγρις Δυν´ων πολλὸν ἔνερθἑ πάλιν δ᾿ ἐξαῦτις ἀναχὼν… … Hofmann J. Lexicon universale
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
φλιδάνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φλιδάνει διαπίπτει, διαρρεῖ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι δ (β., λ. φλίω), κατά τα ρ. σε άνω. Παρλλ. απαντά και ένας τ. αορ. ἔφλιδεν διέρρεεν, ἐρρήγνυεν (για το ζεύγος φλιδάνω: ἔφλιδον, πρβλ. ἁμαρτάνω: ἥμαρτον, καταδαρθάνω:… … Dictionary of Greek